- θητεύει
- θητεύωto be a serfpres ind mp 2nd sgθητεύωto be a serfpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θητεύω — (ΑΜ θητεύω) [θης] 1. δουλεύω, εργάζομαι με μισθό 2. υπηρετώ, ασχολούμαι αποκλειστικά και με αφοσίωση («θητεύει στην επιστήμη») νεοελλ. κάνω τη θητεία μου … Dictionary of Greek